- αστειεύομαι
- αστειεύομαι και αστεΐζομαι -εύτηκα, δε μιλώ σοβαρά, χωρατεύω, παίζω: Μην τον παρεξηγείς, ήθελε να αστειευτεί μαζί σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αστειεύομαι — αστειεύομαι, αστειεύτηκα βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀστειεύομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστειεύομαι — (AM ἀστειεύομαι) μιλώ με τρόπο αστείο και ευχάριστο, όχι σοβαρά νεοελλ. φρ. αστειεύεσαι φανερώνει έντονη άρνηση ή κατάφαση αρχ. μιλώ ή γράφω με εξυπνάδα και πειστικότητα … Dictionary of Greek
ἀστειευόμενον — ἀστειεύομαι pres part mp masc acc sg ἀστειεύομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειεύῃ — ἀστειεύομαι pres subj mp 2nd sg ἀστειεύομαι pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωρίζομαι — αστειεύομαι, χωρατεύω … Dictionary of Greek
ἀστειευόμενοι — ἀστειεύομαι pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειευόμενος — ἀστειεύομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειεύεσθαι — ἀστειεύομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειεύεται — ἀστειεύομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)